- νωτίζω
- νωτίζω (Α) [νώτον]1. στρέφω τα νώτα, τρέπομαι σε φυγή2. καλύπτω τα νώτα κάποιου («κισσὸς ὅν περιστεφὴς ἑλικτὸς εὐθὺς ἔτι βρέφος χλοηφόροισιν ἔρνεσιν κατασκίοισιν ὀλβίσας ἐνώτισεν», Ευρ.)3. αγγίζω ελαφρά την επιφάνεια κάποιου4. (κατά τον Ησύχ.) «νωτίσασθαιἀναθέσθαι ἐπὶ τῶν ὤμων».
Dictionary of Greek. 2013.